ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ (ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΑΤΑ)
Τα αρραβωνιάσματα παλιότερα τα έλεγαν και «σηβάσματα». Η λέξη σηβάσματα
προέρχεται από τη λέξη σεβασμός (σηβασμό τον έλεγαν στο Ζάρκο), που έδιδαν στο λόγο τους οι πατεράδες των δυο νέων όταν έκαναν τη συμφωνία μεταξύ τους για τον αρραβώνα, δηλαδή σέβονταν το λόγο που έδιναν και δεν τον έπαιρναν πίσω, χωρίς να συντρέχει σοβαρός λόγος. Για τα «σηβάσματα» έδιναν το λόγος τους και έλεγαν τελείωσε το προξενιό. Τα αρραβωνιάσματα των κοριτσιών σε κάθε οικογένεια ακολουθούσαν μια συγκεκριμένη σειρά και τάξη, πρώτα τα κορίτσια κατά ηλικία και μετά τα αγόρια. Ήταν μια αρχή της εποχής που την τηρούσαν και την σέβονταν όλοι με θρησκευτική ευλάβεια. Βέβαια, υπάρχουν και ειδικές περιπτώσεις, όπου παραβίαζαν τη σειρά. Για να φτάσουν όμως στα «σηβάσματα» έπρεπε να προηγηθεί το προξενιό και η συζήτηση, αν δεχόταν δηλαδή ο πατέρας της υποψηφίας κοπέλας να τη δώσει σ’ αυτόν που την ζητούσε. Τη συζήτηση όμως για το προξενιό, δεν την έκανε ο πατέρας του νέου, αλλά συγγενής ή φίλος που αναλάμβανε υπεύθυνα να κλείσει το προξενιό. Αυτός που αναλάμβανε τον ρόλο αυτό δεν ήταν άλλος από τον προξενητή. Το σαββατόβραδο ξεκινούσε ο πατέρας του γαμπρού με συγγενείς, 5 ή 7 άτομα, (πάντα μονός αριθμός) και πήγαινε στο σπίτι της νύφης, όπου τους περίμεναν οι σπιτικοί. Ο πατέρας του γαμπρού είχε μαζί του το μαντίλι τυλιγμένο με ένα χρυσό νόμισμα και ένα δακτυλίδι ασημένιο. Μόλις κάθονταν όλοι οι συγγενείς του γαμπρού και της νύφης, τους έβαζαν μπροστά τους ένα τραπέζι, οπότε οι γονείς των νέων αντάλλασσαν τα μαντίλια, δεδομένου ότι και ο πατέρας της νύφης είχε το αντίστοιχο μαντίλι. Με αυτή την τελετουργία γινόταν τα αρραβωνιάσματα. Τα παλιά χρονιά στα «σηβάσματα» δεν συμμετείχε ο γαμπρός.
Στη συνέχεια η νύφη πήγαινε εκεί που κάθονταν όλοι, τους χαιρετούσε όλους με χειροφίλημα και αυτοί την έδιναν χρήματα. Μετά τους κερνούσε γλυκό, τσίπουρο και κρασί με μεζέδες και ανταλλάσσοντας ευχές κανόνιζαν για τα επίσημα την επόμενη Κυριακή. Οι συγγενείς, τόσο του γαμπρού όσο και της νύφης, προσκαλούνταν από την Πέμπτη. Η πρόσκληση των συγγενών γινόταν από τα οικεία πρόσωπα, όπως πατεράδες, αδερφούς και αδερφές. Πρώτα πήγαιναν οι συγγενείς και οι γονείς της νύφης στο σπίτι του γαμπρού και τους καλούσαν. Όλοι οι συγγενείς του γαμπρού ήταν μαζεμένοι στο σπίτι του, έπιναν και τραγουδούσαν. Ξεκινούσαν την καθορισμένη ώρα, με την συμμετοχή του γαμπρού και των μπρατιμιών, και τραγουδούσαν στον δρόμο για το σπίτι της νύφης. Εκεί ήταν συγκεντρωμένοι οι συγγενείς της και περίμεναν τους συμπέθερους, τους κερνούσαν γλυκά και έπειτα άλλαζαν τις βέρες. Τις βέρες τις έβαζαν σε ένα πιάτο με κουφέτα, ρύζι και ροδοπέταλα, ήταν δε περασμένες σε κορδέλα σε σχήμα τριαντάφυλλο. Έπειτα άρχιζε το τραπέζωμα με πλούσιο φαγοπότι από διάφορους μεζέδες και άφθονο κρασί και τσίπουρο. Αμέσως μετά άρχιζε το γλέντι και ο χορός, πρώτα χόρευε ο γαμπρός, μετά η νύφη και οι υπόλοιποι συγγενείς.
Όταν ερχόταν η ώρα να φύγουν άρχιζε το πέσκιωμα της νύφης. Η νύφη μπροστά με δυο κοπέλες, οι οποίες κρατούσαν την κανίστρα, πρόσφερε ένα-ένα το πεσκέσι. Έδινε πρώτα πουκάμισο λευκό στον αρραβωνιαστικό της, μετά πουκάμισο στο νονό και στους άλλους συγγενείς έδινε δώρα κάλτσες βαμβακερές. Στη συνέχεια η μάνα του γαμπρού, όρθια, καλούσε τη νύφη κοντά της και άρχιζε να βγάζει ένα-ένα τα καλούδια από την κανίστρα και τα κερνούσε στη νύφη. Τα καλούδια της νύφης τα παλιά τα χρόνια ήταν ντούπιες περασμένες σε κορδέλα και πεντόλιρα. Αργότερα άρχισαν να δίνουν δώρο στις νύφες βέργες, δαχτυλίδια, σταυρό και λίρες Επίσης, της έπαιρναν και ύφασμα ταφτά ή βελούδο για να ράψει φόρεμα. Όταν τελείωνε η παραλαβή των καλουδιών της νύφης, αυτή τοποθετούσε στην κανίστρα τα δικά της δώρα για τον γαμπρό.
Το Πάσχα, η πεθερά πήγαινε το απόγευμα του μεγάλου Σαββάτου δώρα στη νύφη όπως νυφιάτικη λαμπάδα σε χρώμα άσπρο, κεντημένη σε διάφορα σημεία, παπούτσια λούστρινα, βραχιόλι χρυσό, κουλούρα με κόκκινο αβγό στην μέση. Η νύφη κερνούσε λουκούμι και ποτό και αμέσως μετά έβαζαν στην κανίστρα τα δώρα για τον γαμπρό, που ήταν πουκάμισο, γραβάτα και κάλτσες. Αν το ζευγάρι έκανε ένα χρόνο αρραβωνιασμένο, η πεθερά εκτός από τα δώρα του αρραβώνα, τον χαλβά της Αποκριάς, τη λαμπάδα του Πάσχα με τα πασουμάκια, στις αρχές Ιουνίου πήγαινε τα καλοκαιρινά δώρα στη νύφη. Πάντα στο δίσκο έβαζαν το καλοκαιρινό ύφασμα για να ράψει η νύφη φόρεμα, μαντίλα, γυαλιά και το τσιτάκι ύφασμα για καλοκαιρινό ρομπάκι για να το φοράει μέσα το σπίτι. Στο δίσκο έβαζε και κεράσια. Και ρωτούσαν οι γειτόνισσες: «σ’ έφερε κερασούλια η πεθερά».
προέρχεται από τη λέξη σεβασμός (σηβασμό τον έλεγαν στο Ζάρκο), που έδιδαν στο λόγο τους οι πατεράδες των δυο νέων όταν έκαναν τη συμφωνία μεταξύ τους για τον αρραβώνα, δηλαδή σέβονταν το λόγο που έδιναν και δεν τον έπαιρναν πίσω, χωρίς να συντρέχει σοβαρός λόγος. Για τα «σηβάσματα» έδιναν το λόγος τους και έλεγαν τελείωσε το προξενιό. Τα αρραβωνιάσματα των κοριτσιών σε κάθε οικογένεια ακολουθούσαν μια συγκεκριμένη σειρά και τάξη, πρώτα τα κορίτσια κατά ηλικία και μετά τα αγόρια. Ήταν μια αρχή της εποχής που την τηρούσαν και την σέβονταν όλοι με θρησκευτική ευλάβεια. Βέβαια, υπάρχουν και ειδικές περιπτώσεις, όπου παραβίαζαν τη σειρά. Για να φτάσουν όμως στα «σηβάσματα» έπρεπε να προηγηθεί το προξενιό και η συζήτηση, αν δεχόταν δηλαδή ο πατέρας της υποψηφίας κοπέλας να τη δώσει σ’ αυτόν που την ζητούσε. Τη συζήτηση όμως για το προξενιό, δεν την έκανε ο πατέρας του νέου, αλλά συγγενής ή φίλος που αναλάμβανε υπεύθυνα να κλείσει το προξενιό. Αυτός που αναλάμβανε τον ρόλο αυτό δεν ήταν άλλος από τον προξενητή. Το σαββατόβραδο ξεκινούσε ο πατέρας του γαμπρού με συγγενείς, 5 ή 7 άτομα, (πάντα μονός αριθμός) και πήγαινε στο σπίτι της νύφης, όπου τους περίμεναν οι σπιτικοί. Ο πατέρας του γαμπρού είχε μαζί του το μαντίλι τυλιγμένο με ένα χρυσό νόμισμα και ένα δακτυλίδι ασημένιο. Μόλις κάθονταν όλοι οι συγγενείς του γαμπρού και της νύφης, τους έβαζαν μπροστά τους ένα τραπέζι, οπότε οι γονείς των νέων αντάλλασσαν τα μαντίλια, δεδομένου ότι και ο πατέρας της νύφης είχε το αντίστοιχο μαντίλι. Με αυτή την τελετουργία γινόταν τα αρραβωνιάσματα. Τα παλιά χρονιά στα «σηβάσματα» δεν συμμετείχε ο γαμπρός.
Στη συνέχεια η νύφη πήγαινε εκεί που κάθονταν όλοι, τους χαιρετούσε όλους με χειροφίλημα και αυτοί την έδιναν χρήματα. Μετά τους κερνούσε γλυκό, τσίπουρο και κρασί με μεζέδες και ανταλλάσσοντας ευχές κανόνιζαν για τα επίσημα την επόμενη Κυριακή. Οι συγγενείς, τόσο του γαμπρού όσο και της νύφης, προσκαλούνταν από την Πέμπτη. Η πρόσκληση των συγγενών γινόταν από τα οικεία πρόσωπα, όπως πατεράδες, αδερφούς και αδερφές. Πρώτα πήγαιναν οι συγγενείς και οι γονείς της νύφης στο σπίτι του γαμπρού και τους καλούσαν. Όλοι οι συγγενείς του γαμπρού ήταν μαζεμένοι στο σπίτι του, έπιναν και τραγουδούσαν. Ξεκινούσαν την καθορισμένη ώρα, με την συμμετοχή του γαμπρού και των μπρατιμιών, και τραγουδούσαν στον δρόμο για το σπίτι της νύφης. Εκεί ήταν συγκεντρωμένοι οι συγγενείς της και περίμεναν τους συμπέθερους, τους κερνούσαν γλυκά και έπειτα άλλαζαν τις βέρες. Τις βέρες τις έβαζαν σε ένα πιάτο με κουφέτα, ρύζι και ροδοπέταλα, ήταν δε περασμένες σε κορδέλα σε σχήμα τριαντάφυλλο. Έπειτα άρχιζε το τραπέζωμα με πλούσιο φαγοπότι από διάφορους μεζέδες και άφθονο κρασί και τσίπουρο. Αμέσως μετά άρχιζε το γλέντι και ο χορός, πρώτα χόρευε ο γαμπρός, μετά η νύφη και οι υπόλοιποι συγγενείς.
Όταν ερχόταν η ώρα να φύγουν άρχιζε το πέσκιωμα της νύφης. Η νύφη μπροστά με δυο κοπέλες, οι οποίες κρατούσαν την κανίστρα, πρόσφερε ένα-ένα το πεσκέσι. Έδινε πρώτα πουκάμισο λευκό στον αρραβωνιαστικό της, μετά πουκάμισο στο νονό και στους άλλους συγγενείς έδινε δώρα κάλτσες βαμβακερές. Στη συνέχεια η μάνα του γαμπρού, όρθια, καλούσε τη νύφη κοντά της και άρχιζε να βγάζει ένα-ένα τα καλούδια από την κανίστρα και τα κερνούσε στη νύφη. Τα καλούδια της νύφης τα παλιά τα χρόνια ήταν ντούπιες περασμένες σε κορδέλα και πεντόλιρα. Αργότερα άρχισαν να δίνουν δώρο στις νύφες βέργες, δαχτυλίδια, σταυρό και λίρες Επίσης, της έπαιρναν και ύφασμα ταφτά ή βελούδο για να ράψει φόρεμα. Όταν τελείωνε η παραλαβή των καλουδιών της νύφης, αυτή τοποθετούσε στην κανίστρα τα δικά της δώρα για τον γαμπρό.
Το Πάσχα, η πεθερά πήγαινε το απόγευμα του μεγάλου Σαββάτου δώρα στη νύφη όπως νυφιάτικη λαμπάδα σε χρώμα άσπρο, κεντημένη σε διάφορα σημεία, παπούτσια λούστρινα, βραχιόλι χρυσό, κουλούρα με κόκκινο αβγό στην μέση. Η νύφη κερνούσε λουκούμι και ποτό και αμέσως μετά έβαζαν στην κανίστρα τα δώρα για τον γαμπρό, που ήταν πουκάμισο, γραβάτα και κάλτσες. Αν το ζευγάρι έκανε ένα χρόνο αρραβωνιασμένο, η πεθερά εκτός από τα δώρα του αρραβώνα, τον χαλβά της Αποκριάς, τη λαμπάδα του Πάσχα με τα πασουμάκια, στις αρχές Ιουνίου πήγαινε τα καλοκαιρινά δώρα στη νύφη. Πάντα στο δίσκο έβαζαν το καλοκαιρινό ύφασμα για να ράψει η νύφη φόρεμα, μαντίλα, γυαλιά και το τσιτάκι ύφασμα για καλοκαιρινό ρομπάκι για να το φοράει μέσα το σπίτι. Στο δίσκο έβαζε και κεράσια. Και ρωτούσαν οι γειτόνισσες: «σ’ έφερε κερασούλια η πεθερά».
ΠΡΟΙΚΑ ΚΑΙ ΓΑΜΟΣ
Για να αρχίσει ο γάμος, μια βδομάδα πριν, πήγαινε ο πατέρας της νύφης με τον προξενητή να μετρήσουν την προίκα στον πατέρα του γαμπρού. Οι γάμοι τα παλιά τα χρόνια διαρκούσαν 8 ημέρες. Την Τετάρτη γινόταν το άπλωμα της προίκας, τα γιομίδια ή γεμίδια. Η προίκα των κοριτσιών (τα προικιά) ήταν συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή τους. Δεν υπήρχε κοπέλα και οικογένεια που να μην είχε φτιάξει προίκα. Οι κοπέλες, πριν να σηβαστούν, κεντούσαν με επιμέλεια το ρουχισμό όλης της ζωής τους. Η προίκα αποτελούνταν από φλοκάτες, τρείς έως πέντε σε χρώμα σκούρο, άσπρο, ίσως και κοκκινωπές. Κιλίμια έκαναν 7 έως 15 σε διάφορα χρώματα και σχέδια, όπως μαύρο, κόκκινο, καφέ και κίτρινο. Ύφαιναν οι ίδιες ή αγόραζαν σεντόνια μισομάλλινα, καραμελωτές, μπαντανίες και χαλιά. Έφτιαχναν πάπλωμα και σελτέ, αργότερα έπαιρναν λινά σεντόνια, μαξιλάρια και πετσέτες. Οι Ζαρκινές ήταν καλοπροικισμένες με λίρες, χωράφια, οικόπεδα, αγελάδα και, αν η νύφη ήταν μοδίστρα, τη μηχανή του ραψίματος.
Η μεταφορά της προίκας, πριν από το 1940, γινόταν τη Δευτέρα, μετά τον γάμο. Στο σπίτι των νεονύμφων, οι γυναίκες και συγκεκριμένα η πεθερά σήκωνε το πρωί τη νύφη, η οποία άλλαζε φόρεμα, το «δεύτερο», όπως το έλεγαν. Έτρωγε για πρωινό λαγγίτες (έδιναν σε κάθε γάμο) και στη συνέχεια πηγαίνανε και παίρνανε την προίκα από το σπίτι της νύφης. Εκεί η νύφη με τις συνομήλικες κοπέλες μάζευαν τα προικιά για να τα πάνε στο γαμπρό και τραγουδούσαν. Συνήθως οι νύφες έκλαιγαν μαζί με τη μητέρα τους. Αμέσως φόρτωναν και άρχιζε η μεταφορά της προίκας. Επίσης, φόρτωναν το σεντούκι με τον ρουχισμό. Παλιά η μεταφορά γινόταν με τα κάρα. Δίνανε στη μάνα του γαμπρού ένα σεντόνι και η μάνα τους έδινε φιλοδώρημα. Κάποια έθιμα, σχετικά με την παραλαβή της προίκας, ισχύουν ακόμη και σήμερα. Πριν από δύο δεκαετίες περίπου τα προικιά της νύφης τα μετέφεραν την Παρασκευή το απόγευμα στο σπίτι του γαμπρού. Για το κατέβασμα της προίκας οι μπρατίμισες ζητούσαν χρήματα. Ο νυφιάτικος καθρέπτης έπρεπε να φτάσει σώος στο σπίτι του γαμπρού, γιατί αν έσπαζε το θεωρούσαν γρουσουζιά.
Την Πέμπτη το απόγευμα, πριν το γάμο, η μάνα του γαμπρού με συγγενείς πήγαιναν στη νύφη την «ακνά». «Ακνά» την έλεγαν, γιατί έβαφαν τα χέρια και τα μαλλιά τους με κόκκινη μπογιά. Τα δώρα για τη νύφη ήταν εσώρουχα, πασουμάκια, χτένα, καθρέπτης, βούρτσα για τον καθαρισμό των ρούχων και ομπρέλα. Τα δώρα τα έβαζαν σε δίσκο σκεπασμένο με καρέ. Η νύφη κερνούσε τον κόσμο ποτό λικέρ, λουκούμι και στραγάλια (στα πιο πρόσφατα χρόνια έδιναν και γλυκά). Όταν έφτανε η ώρα να φύγουν, η νύφη έδινε σε όλους πιάτο με στραγάλια και κουφέτα, στις γυναίκες των μπρατιμιών έδινε πιάτο με στραγάλια και κουφέτα, τσιγάρα και μπουκάλι με ποτό. Το βράδυ της Πέμπτης ετοίμαζαν τα προζύμια, για τα ψωμιά του γάμου και τις κουλούρες. Στη σκάφη, κατά το ζύμωμα, έριχναν χρήματα, έτρωγαν και χόρευαν μέχρι αργά το βράδυ. Το ίδιο βράδυ της Πέμπτης ο γαμπρός με τα μπρατίμια πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, όπου τους φίλευαν, δηλαδή τους κερνούσαν κρασί ή τσίπουρο και μεζέδες. Δυο με τρία μπρατίμια πήγαιναν και έκλεβαν μια κότα ή κόκορα από το κοτέτσι, καθώς και διάφορα άλλα πράγματα από την προίκα.
Τα καλέσματα για τον γάμο γίνονταν παλιά από τα μπρατίμια (οι μπράτιμοι ή μπρατίμια καθιερώθηκαν ως συμπαραστάτες του γαμπρού από τον αρραβώνα έως τον γάμο). Σήμερα γίνονται από τους συγγενείς. Τα μπρατίμια ξεκινούσαν για να προσκαλέσουν τους συγγενείς και φίλους, τους έλεγαν «κοπιάστε στον γάμο», στα χέρια τους είχαν ένα κανάτι με κρασί και το πρόσφεραν. Το ίδιο έκανε και η νύφη. Από το σπίτι της νύφης ξεκινούσαν δυο κοπέλες με το κανάτι στολισμένο με λουλούδια και βασιλικό. Όλες οι οικογένειες που ήταν προσκαλεσμένες πήγαιναν τα δώρα την Πέμπτη. Τα δώρα ήταν συνήθως οικιακά σκεύη και χρήματα.
Μια Κυριακή νωρίτερα από το γάμο η νύφη και ο γαμπρός κοινωνούσαν. Το Σάββατο, την παραμονή του γάμου, οι οικογένειες του γαμπρού και της νύφης καλούσαν τον παπά να διαβάσει ευχές στο νυφικό και στο κουστούμι του γαμπρού. Την καθορισμένη Κυριακή που θα γινόταν ο γάμος, στο σπίτι του γαμπρού, γίνονταν οι προετοιμασίες του γαμπρού. Πρώτα τον ξύριζαν. Ο γαμπρός καθόταν σε μια καρέκλα και γύρω του μαζεμένοι οι συγγενείς και φίλοι. Μπροστά του έβαζαν ένα ταψί που το στόλιζαν με βασιλικό και δυόσμο. Ο κουρέας έκανε σαπουνάδα και ξύριζε τον γαμπρό, ο κόσμος έριχνε χρήματα στο ταψί για την αμοιβή του κουρέα. Παλιότερα ο γαμπρός φορούσε την φουστανέλα, σήμερα το κουστούμι.
Στη συνέχεια όλοι μαζί πήγαιναν στο σπίτι της νύφης. Η νύφη τους περίμενε ντυμένη με ατλαζένιο φόρεμα και στο κεφάλι το «καμάρι». Μόλις έφθαναν στο σπίτι της νύφης οι συμπέθεροι αντάλλαζαν τις θερμές τους ευχές για καλά στέφανα στα παιδιά τους και από τα στολισμένα τους κλιντήρια έπιναν το κρασί, σταυρώνοντας τα χέρια τους. Έπειτα ο γαμπρός έριχνε προς στο σπίτι της νύφης ένα μήλο, ένα πορτοκάλι και ένα λεμόνι. Αν κάποιο από τα αδέρφια της νύφης τύχαινε να γεννηθεί τον ίδιο μήνα με αυτή, δεν επιτρεπόταν να παραβρεθεί την ώρα που ερχόταν ο γαμπρός με το σόι του. Γι’ αυτό το λόγο του έβαζαν μια ζώνη στη μέση του, την οποία κλείδωναν με κλειδαριά και τον έβαζαν σε ένα δωμάτιο. Ο γαμπρός έπαιρνε το κλειδί από το χέρι της πεθεράς του και ξεκλείδωνε την κλειδαριά.
Στη συνέχεια ο πρωτομπράτιμος έβαζε τα παπούτσια στα πόδια της νύφης, οι φίλες και οι συγγενείς της νύφης τον χτυπούσαν στην πλάτη για το καλό. Όταν προσπαθούσαν να φορέσουν τα παπούτσια, η νύφη έλεγε ότι δεν μπαίνουν εύκολα. Τότε τα μπρατίμια έριχναν χρήματα και αμέσως τα παπούτσια έμπαιναν. Στο δεξιό παπούτσι της νύφης οι φίλες της έγραφαν τα ονόματα τους. Την ώρα που έβγαινε από την πόρτα του σπιτιού της η νύφη σβάρνιζε το δεξί της πόδι. Μετά τον γάμο κοιτούσαν να δουν ποιο όνομα είχε σβηστεί. Αυτό σήμαινε ότι η κοπέλα της οποίας το όνομα σβήστηκε θα παντρευόταν σύντομα. Μετά η νύφη χόρευε για λίγο στην αυλή του σπιτιού της, την χαιρετούσαν όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι και την κερνούσαν χρήματα. Λίγο πριν φύγει από το σπίτι, η νύφη έπινε λίγο νερό και έριχνε το ποτήρι προς τα πίσω της, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της.
Αφού τέλειωναν όλες αυτές οι διαδικασίες, ξεκινούσαν για την εκκλησία για τα στεφανώματα, τα οποία παλιότερα γίνονταν στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης. Παλιότερα στην εκκλησία τη νύφη, αντί να την περιμένει ο γαμπρός, την περίμενε η πεθερά, η οποία μαζί με μερικούς συγγενείς την κερνούσαν ένα σταμνί κρασί και μια κουλούρα που την έβαζαν στο χέρι της. Όταν έμπαιναν μέσα στην εκκλησία, τότε εμφανιζόταν και ο γαμπρός. Στην πόρτα τους περίμενε ο καντηλανάφτης που έπαιρνε το κρασί και την κουλούρα. Στη συνέχεια γινόταν κανονικά ο γάμος. Τα στέφανα παλιότερα τα έφτιαχναν από κληματαριά, έθιμο που συνεχιζόταν και επί τουρκοκρατίας. Εκείνη την εποχή τα στόλιζαν και με διάφορα άνθη και με βασιλικό.
Όταν τελείωνε ο γάμος, το νιόπαντρο ζευγάρι πήγαινε και χόρευε στην πλατεία του χωριού. Όταν αποφάσιζαν ότι χόρεψαν αρκετά πήγαιναν στο σπίτι, όπου και συνεχιζόταν το γλέντι. Από την πλατεία τη νύφη την οδηγούσαν στο σπίτι του γαμπρού πάνω σε άλογο. Μπροστά στην πόρτα ο πεθερός την κατέβάζε από το άλογο και της έταζε διάφορα δώρα. Η νύφη απαντούσε ότι δεν κατεβαίνει, τονίζοντας ότι ήθελε περισσότερα ταξίματα, δηλαδή κι άλλα δώρα. Οπότε ο πεθερός έταζε κάτι περισσότερο και δεχόταν η νύφη να κατέβει. Η νύφη αμέσως μετά το πέσκιωμα του πεθερού, έριχνε προς τα πίσω το νυφιάτικο μήλο ή πορτοκάλι, που μέσα σ’ αυτό είχε κολλημένα κέρματα. Οι άνθρωποι που ήταν πίσω, τις περισσότερες φορές το έπιαναν στον αέρα. Αγόρια, κορίτσια, γυναίκες, άντρες φρόντιζαν να πάρουν κατάλληλη θέση και σκοτώνονταν για το ποιος θα έπαιρνε αυτό το δώρο, που το θεωρούσαν γούρικο και πολύ τυχερό. Άλλοι το έβαζαν στο εικόνισμα, άλλοι το έτρωγαν, τα νομίσματα τα θεωρούσαν τυχερά και ιερά, γι’ αυτό και πολλοί τα έβαζαν στο εικόνισμα για να τους φέρουν κι άλλα. Το μήλο ή το πορτοκάλι της νύφης ή του γαμπρού, το έριχναν προς τα πίσω, πριν από το 1850, από πληροφορίες που έχουμε από γέροντες.
Πριν μπούνε μέσα στο σπίτι, τους υποδεχόταν η πεθερά (η μητέρα του γαμπρού) και έδινε από μια κουλούρα στον γαμπρό, στη νύφη και στους κουμπάρους, που τις φορούσαν στο χέρι. Η πεθερά τους τραγουδούσε το ακόλουθο τραγούδι: «το γοργό μ’ το χελιδόνι πάει μονό και ήρθε ζευγάρι». Έβαζε δε στο κατώφλι ένα υνί να το πατήσουν ο γαμπρός και η νύφη. Όταν κάθονταν στο τραπέζι για να φάνε, αυτοί που είχαν την κουλούρα τραβούσε ο ένας την κουλούρα του άλλου και όποιος έκοβε το περισσότερο κομμάτι ήταν ο νικητής. Αυτό γινόταν για να φέρει γέλιο στους καλεσμένους, αφού στη συνέχεια το τρώγανε. Το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι την άλλη ημέρα το πρωί.
Τα χαράματα η κουμπάρα έφευγε και πήγαινε στο σπίτι της να ετοιμάσει τα φαγητά για το έθιμο του κόκορα. Αυτό το έθιμο γινόταν με τα μπρατίμια και τον κουμπάρο του γαμπρού. Έπιαναν έναν κόκορα και τον έσφαζαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην φύγει το κεφάλι. Τον έβραζαν και στη συνέχεια τον έβαζαν σ’ ένα πιάτο στηριγμένο με πιρούνια γιατί ήθελαν να του δώσουν τη μορφή του ζωντανού. Από εκεί τον έπαιρναν και τον πήγαιναν στην πλατεία, τον έβαζαν στη μέση και χόρευαν γύρω του. Όλα αυτά τα έκαναν οι άνδρες μόνοι τους. Αφού τελείωναν από εκεί πήγαιναν όλοι μαζί στο σπίτι του κουμπάρου, όπου τους υποδεχόταν η κουμπάρα ως οικοδέσποινα . Εκεί έτρωγαν μαζί με τ’ άλλα φαγητά και τον κόκορα και γλεντούσαν μέχρι το απόγευμα. Την τρίτη ημέρα του γάμου οι γυναίκες πήγαιναν και έπαιρναν την νύφη και έκαναν το έθιμο της κανάτας. Η νύφη, μαζί με άλλες γυναίκες μεγαλύτερες, πήγαινε στη βρύση κι έπαιρνε νερό με τρεις κανάτες. Εκεί με το νυφικό φόρεμα την έβαζαν να χορέψει, ενώ οι άλλοι έσερναν μαζί της το χορό. Όταν τελείωνε ο χορός, η νύφη έπρεπε να πάει όλες τις κανάτες στο σπίτι, με το νερό μέσα. Έτσι τελείωνε και το παραδοσιακό έθιμο του γάμου.
Την επόμενη Κυριακή του γάμου, 8 μέρες μετά, πήγαιναν οι νεόνυμφοι στην εκκλησία να διαβαστούν. Τους συνόδευαν τα πεθερικά, οι κουμπάροι και τα μπρατίμια. Η νύφη φορούσε το δεύτερο φόρεμα. Έτρωγαν όλοι μαζί και η πεθερά τους έκανε απαραίτητα την παραδοσιακή Ζαρκινή ριζόπιτα . Τη Δευτέρα η νύφη πήγαινε στο πατρικό της, όπου λουζόταν και την έκανε τραπέζι η μάνα της. Αδιάβαστη δεν επιτρεπόταν να βγει από το σπίτι. Μετά οι γονείς της νύφης, οι κουμπάροι, οι φίλοι, τα μπρατίμια και οι συγγενείς πήγαιναν να χρονοσπολίσουν τους νεόνυμφους στο σπίτι τους και να τους ευχηθούν .Οι κουμπάροι πήγαιναν με τούρτα, όπως και οι γονείς, οι φίλοι με γλυκά. Η νύφη φορούσε τα σατέν πασουμάκια της πεθεράς και την κρεψατέν κόκκινη ρόμπα. Το Πάσχα, η κουμπάρα της πήγαινε την λαμπάδα, παπούτσια και την κουλούρα στον δίσκο. Αυτοί ανταπέδιδε το δίσκο με δώρα, αβγά και γλυκά.
Η μεταφορά της προίκας, πριν από το 1940, γινόταν τη Δευτέρα, μετά τον γάμο. Στο σπίτι των νεονύμφων, οι γυναίκες και συγκεκριμένα η πεθερά σήκωνε το πρωί τη νύφη, η οποία άλλαζε φόρεμα, το «δεύτερο», όπως το έλεγαν. Έτρωγε για πρωινό λαγγίτες (έδιναν σε κάθε γάμο) και στη συνέχεια πηγαίνανε και παίρνανε την προίκα από το σπίτι της νύφης. Εκεί η νύφη με τις συνομήλικες κοπέλες μάζευαν τα προικιά για να τα πάνε στο γαμπρό και τραγουδούσαν. Συνήθως οι νύφες έκλαιγαν μαζί με τη μητέρα τους. Αμέσως φόρτωναν και άρχιζε η μεταφορά της προίκας. Επίσης, φόρτωναν το σεντούκι με τον ρουχισμό. Παλιά η μεταφορά γινόταν με τα κάρα. Δίνανε στη μάνα του γαμπρού ένα σεντόνι και η μάνα τους έδινε φιλοδώρημα. Κάποια έθιμα, σχετικά με την παραλαβή της προίκας, ισχύουν ακόμη και σήμερα. Πριν από δύο δεκαετίες περίπου τα προικιά της νύφης τα μετέφεραν την Παρασκευή το απόγευμα στο σπίτι του γαμπρού. Για το κατέβασμα της προίκας οι μπρατίμισες ζητούσαν χρήματα. Ο νυφιάτικος καθρέπτης έπρεπε να φτάσει σώος στο σπίτι του γαμπρού, γιατί αν έσπαζε το θεωρούσαν γρουσουζιά.
Την Πέμπτη το απόγευμα, πριν το γάμο, η μάνα του γαμπρού με συγγενείς πήγαιναν στη νύφη την «ακνά». «Ακνά» την έλεγαν, γιατί έβαφαν τα χέρια και τα μαλλιά τους με κόκκινη μπογιά. Τα δώρα για τη νύφη ήταν εσώρουχα, πασουμάκια, χτένα, καθρέπτης, βούρτσα για τον καθαρισμό των ρούχων και ομπρέλα. Τα δώρα τα έβαζαν σε δίσκο σκεπασμένο με καρέ. Η νύφη κερνούσε τον κόσμο ποτό λικέρ, λουκούμι και στραγάλια (στα πιο πρόσφατα χρόνια έδιναν και γλυκά). Όταν έφτανε η ώρα να φύγουν, η νύφη έδινε σε όλους πιάτο με στραγάλια και κουφέτα, στις γυναίκες των μπρατιμιών έδινε πιάτο με στραγάλια και κουφέτα, τσιγάρα και μπουκάλι με ποτό. Το βράδυ της Πέμπτης ετοίμαζαν τα προζύμια, για τα ψωμιά του γάμου και τις κουλούρες. Στη σκάφη, κατά το ζύμωμα, έριχναν χρήματα, έτρωγαν και χόρευαν μέχρι αργά το βράδυ. Το ίδιο βράδυ της Πέμπτης ο γαμπρός με τα μπρατίμια πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, όπου τους φίλευαν, δηλαδή τους κερνούσαν κρασί ή τσίπουρο και μεζέδες. Δυο με τρία μπρατίμια πήγαιναν και έκλεβαν μια κότα ή κόκορα από το κοτέτσι, καθώς και διάφορα άλλα πράγματα από την προίκα.
Τα καλέσματα για τον γάμο γίνονταν παλιά από τα μπρατίμια (οι μπράτιμοι ή μπρατίμια καθιερώθηκαν ως συμπαραστάτες του γαμπρού από τον αρραβώνα έως τον γάμο). Σήμερα γίνονται από τους συγγενείς. Τα μπρατίμια ξεκινούσαν για να προσκαλέσουν τους συγγενείς και φίλους, τους έλεγαν «κοπιάστε στον γάμο», στα χέρια τους είχαν ένα κανάτι με κρασί και το πρόσφεραν. Το ίδιο έκανε και η νύφη. Από το σπίτι της νύφης ξεκινούσαν δυο κοπέλες με το κανάτι στολισμένο με λουλούδια και βασιλικό. Όλες οι οικογένειες που ήταν προσκαλεσμένες πήγαιναν τα δώρα την Πέμπτη. Τα δώρα ήταν συνήθως οικιακά σκεύη και χρήματα.
Μια Κυριακή νωρίτερα από το γάμο η νύφη και ο γαμπρός κοινωνούσαν. Το Σάββατο, την παραμονή του γάμου, οι οικογένειες του γαμπρού και της νύφης καλούσαν τον παπά να διαβάσει ευχές στο νυφικό και στο κουστούμι του γαμπρού. Την καθορισμένη Κυριακή που θα γινόταν ο γάμος, στο σπίτι του γαμπρού, γίνονταν οι προετοιμασίες του γαμπρού. Πρώτα τον ξύριζαν. Ο γαμπρός καθόταν σε μια καρέκλα και γύρω του μαζεμένοι οι συγγενείς και φίλοι. Μπροστά του έβαζαν ένα ταψί που το στόλιζαν με βασιλικό και δυόσμο. Ο κουρέας έκανε σαπουνάδα και ξύριζε τον γαμπρό, ο κόσμος έριχνε χρήματα στο ταψί για την αμοιβή του κουρέα. Παλιότερα ο γαμπρός φορούσε την φουστανέλα, σήμερα το κουστούμι.
Στη συνέχεια όλοι μαζί πήγαιναν στο σπίτι της νύφης. Η νύφη τους περίμενε ντυμένη με ατλαζένιο φόρεμα και στο κεφάλι το «καμάρι». Μόλις έφθαναν στο σπίτι της νύφης οι συμπέθεροι αντάλλαζαν τις θερμές τους ευχές για καλά στέφανα στα παιδιά τους και από τα στολισμένα τους κλιντήρια έπιναν το κρασί, σταυρώνοντας τα χέρια τους. Έπειτα ο γαμπρός έριχνε προς στο σπίτι της νύφης ένα μήλο, ένα πορτοκάλι και ένα λεμόνι. Αν κάποιο από τα αδέρφια της νύφης τύχαινε να γεννηθεί τον ίδιο μήνα με αυτή, δεν επιτρεπόταν να παραβρεθεί την ώρα που ερχόταν ο γαμπρός με το σόι του. Γι’ αυτό το λόγο του έβαζαν μια ζώνη στη μέση του, την οποία κλείδωναν με κλειδαριά και τον έβαζαν σε ένα δωμάτιο. Ο γαμπρός έπαιρνε το κλειδί από το χέρι της πεθεράς του και ξεκλείδωνε την κλειδαριά.
Στη συνέχεια ο πρωτομπράτιμος έβαζε τα παπούτσια στα πόδια της νύφης, οι φίλες και οι συγγενείς της νύφης τον χτυπούσαν στην πλάτη για το καλό. Όταν προσπαθούσαν να φορέσουν τα παπούτσια, η νύφη έλεγε ότι δεν μπαίνουν εύκολα. Τότε τα μπρατίμια έριχναν χρήματα και αμέσως τα παπούτσια έμπαιναν. Στο δεξιό παπούτσι της νύφης οι φίλες της έγραφαν τα ονόματα τους. Την ώρα που έβγαινε από την πόρτα του σπιτιού της η νύφη σβάρνιζε το δεξί της πόδι. Μετά τον γάμο κοιτούσαν να δουν ποιο όνομα είχε σβηστεί. Αυτό σήμαινε ότι η κοπέλα της οποίας το όνομα σβήστηκε θα παντρευόταν σύντομα. Μετά η νύφη χόρευε για λίγο στην αυλή του σπιτιού της, την χαιρετούσαν όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι και την κερνούσαν χρήματα. Λίγο πριν φύγει από το σπίτι, η νύφη έπινε λίγο νερό και έριχνε το ποτήρι προς τα πίσω της, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της.
Αφού τέλειωναν όλες αυτές οι διαδικασίες, ξεκινούσαν για την εκκλησία για τα στεφανώματα, τα οποία παλιότερα γίνονταν στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης. Παλιότερα στην εκκλησία τη νύφη, αντί να την περιμένει ο γαμπρός, την περίμενε η πεθερά, η οποία μαζί με μερικούς συγγενείς την κερνούσαν ένα σταμνί κρασί και μια κουλούρα που την έβαζαν στο χέρι της. Όταν έμπαιναν μέσα στην εκκλησία, τότε εμφανιζόταν και ο γαμπρός. Στην πόρτα τους περίμενε ο καντηλανάφτης που έπαιρνε το κρασί και την κουλούρα. Στη συνέχεια γινόταν κανονικά ο γάμος. Τα στέφανα παλιότερα τα έφτιαχναν από κληματαριά, έθιμο που συνεχιζόταν και επί τουρκοκρατίας. Εκείνη την εποχή τα στόλιζαν και με διάφορα άνθη και με βασιλικό.
Όταν τελείωνε ο γάμος, το νιόπαντρο ζευγάρι πήγαινε και χόρευε στην πλατεία του χωριού. Όταν αποφάσιζαν ότι χόρεψαν αρκετά πήγαιναν στο σπίτι, όπου και συνεχιζόταν το γλέντι. Από την πλατεία τη νύφη την οδηγούσαν στο σπίτι του γαμπρού πάνω σε άλογο. Μπροστά στην πόρτα ο πεθερός την κατέβάζε από το άλογο και της έταζε διάφορα δώρα. Η νύφη απαντούσε ότι δεν κατεβαίνει, τονίζοντας ότι ήθελε περισσότερα ταξίματα, δηλαδή κι άλλα δώρα. Οπότε ο πεθερός έταζε κάτι περισσότερο και δεχόταν η νύφη να κατέβει. Η νύφη αμέσως μετά το πέσκιωμα του πεθερού, έριχνε προς τα πίσω το νυφιάτικο μήλο ή πορτοκάλι, που μέσα σ’ αυτό είχε κολλημένα κέρματα. Οι άνθρωποι που ήταν πίσω, τις περισσότερες φορές το έπιαναν στον αέρα. Αγόρια, κορίτσια, γυναίκες, άντρες φρόντιζαν να πάρουν κατάλληλη θέση και σκοτώνονταν για το ποιος θα έπαιρνε αυτό το δώρο, που το θεωρούσαν γούρικο και πολύ τυχερό. Άλλοι το έβαζαν στο εικόνισμα, άλλοι το έτρωγαν, τα νομίσματα τα θεωρούσαν τυχερά και ιερά, γι’ αυτό και πολλοί τα έβαζαν στο εικόνισμα για να τους φέρουν κι άλλα. Το μήλο ή το πορτοκάλι της νύφης ή του γαμπρού, το έριχναν προς τα πίσω, πριν από το 1850, από πληροφορίες που έχουμε από γέροντες.
Πριν μπούνε μέσα στο σπίτι, τους υποδεχόταν η πεθερά (η μητέρα του γαμπρού) και έδινε από μια κουλούρα στον γαμπρό, στη νύφη και στους κουμπάρους, που τις φορούσαν στο χέρι. Η πεθερά τους τραγουδούσε το ακόλουθο τραγούδι: «το γοργό μ’ το χελιδόνι πάει μονό και ήρθε ζευγάρι». Έβαζε δε στο κατώφλι ένα υνί να το πατήσουν ο γαμπρός και η νύφη. Όταν κάθονταν στο τραπέζι για να φάνε, αυτοί που είχαν την κουλούρα τραβούσε ο ένας την κουλούρα του άλλου και όποιος έκοβε το περισσότερο κομμάτι ήταν ο νικητής. Αυτό γινόταν για να φέρει γέλιο στους καλεσμένους, αφού στη συνέχεια το τρώγανε. Το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι την άλλη ημέρα το πρωί.
Τα χαράματα η κουμπάρα έφευγε και πήγαινε στο σπίτι της να ετοιμάσει τα φαγητά για το έθιμο του κόκορα. Αυτό το έθιμο γινόταν με τα μπρατίμια και τον κουμπάρο του γαμπρού. Έπιαναν έναν κόκορα και τον έσφαζαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην φύγει το κεφάλι. Τον έβραζαν και στη συνέχεια τον έβαζαν σ’ ένα πιάτο στηριγμένο με πιρούνια γιατί ήθελαν να του δώσουν τη μορφή του ζωντανού. Από εκεί τον έπαιρναν και τον πήγαιναν στην πλατεία, τον έβαζαν στη μέση και χόρευαν γύρω του. Όλα αυτά τα έκαναν οι άνδρες μόνοι τους. Αφού τελείωναν από εκεί πήγαιναν όλοι μαζί στο σπίτι του κουμπάρου, όπου τους υποδεχόταν η κουμπάρα ως οικοδέσποινα . Εκεί έτρωγαν μαζί με τ’ άλλα φαγητά και τον κόκορα και γλεντούσαν μέχρι το απόγευμα. Την τρίτη ημέρα του γάμου οι γυναίκες πήγαιναν και έπαιρναν την νύφη και έκαναν το έθιμο της κανάτας. Η νύφη, μαζί με άλλες γυναίκες μεγαλύτερες, πήγαινε στη βρύση κι έπαιρνε νερό με τρεις κανάτες. Εκεί με το νυφικό φόρεμα την έβαζαν να χορέψει, ενώ οι άλλοι έσερναν μαζί της το χορό. Όταν τελείωνε ο χορός, η νύφη έπρεπε να πάει όλες τις κανάτες στο σπίτι, με το νερό μέσα. Έτσι τελείωνε και το παραδοσιακό έθιμο του γάμου.
Την επόμενη Κυριακή του γάμου, 8 μέρες μετά, πήγαιναν οι νεόνυμφοι στην εκκλησία να διαβαστούν. Τους συνόδευαν τα πεθερικά, οι κουμπάροι και τα μπρατίμια. Η νύφη φορούσε το δεύτερο φόρεμα. Έτρωγαν όλοι μαζί και η πεθερά τους έκανε απαραίτητα την παραδοσιακή Ζαρκινή ριζόπιτα . Τη Δευτέρα η νύφη πήγαινε στο πατρικό της, όπου λουζόταν και την έκανε τραπέζι η μάνα της. Αδιάβαστη δεν επιτρεπόταν να βγει από το σπίτι. Μετά οι γονείς της νύφης, οι κουμπάροι, οι φίλοι, τα μπρατίμια και οι συγγενείς πήγαιναν να χρονοσπολίσουν τους νεόνυμφους στο σπίτι τους και να τους ευχηθούν .Οι κουμπάροι πήγαιναν με τούρτα, όπως και οι γονείς, οι φίλοι με γλυκά. Η νύφη φορούσε τα σατέν πασουμάκια της πεθεράς και την κρεψατέν κόκκινη ρόμπα. Το Πάσχα, η κουμπάρα της πήγαινε την λαμπάδα, παπούτσια και την κουλούρα στον δίσκο. Αυτοί ανταπέδιδε το δίσκο με δώρα, αβγά και γλυκά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου